- χοντροδουλεμένος
- η , ο грубо, топорно сделанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντροδουλεμένος — η, ο, Ν βλ. χοντροδουλεύω … Dictionary of Greek
χοντροδουλεμένος — η, ο χοντροφτιαγμένος, κακοφτιαγμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοχόωνος — αὐτοχόωνος, ον (Α) χοντροδουλεμένος, βαρύς («αὐτοχόωνος σόλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί αυτοχόανος < αυτο + χόανος «σκεύος που χρησιμοποιείται για την τήξη των μετάλλων» < χέω και αυτόχωνος < αυτο + χώνη «χοάνη»] … Dictionary of Greek
χοντροδουλεύω — Ν 1. κάνω ένα σκληρό επάγγελμα 2. φτειάχνω κάτι βιαστικά και κακότεχνα 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χοντροδουλεμένος, η, ο ακαλαίσθητος, κατεργασμένος με άκομψο και άτεχνο τρόπο … Dictionary of Greek
χοντροδούλευτος — η, ο, Ν [χοντροδουλευω] κακοφτειαγμένος, χοντροδουλεμένος … Dictionary of Greek
χοντροκαμωμένος — η, ο, Ν 1. χοντροδουλεμένος, κακοφτειαγμένος 2. (για πρόσ.) αυτός τού οποίου τα μέλη είναι χοντρά ή τα χαρακτηριστικά αδρά … Dictionary of Greek
χοντροδουλεύω — χοντροδούλεψα, χοντροδουλεμένος 1. δουλεύω σκληρά. 2. φτιάχνω κάτι κακότεχνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοντροκαμωμένος — η, ο και χοντροκάμωτος, η, ο 1. χοντροδουλεμένος. 2. αυτός που έχει χοντρά χαρακτηριστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)